πολύδεσμος

πολύδεσμος
-η, -ο / πολύδεσμος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. γένος μυριαπόδων
αρχ.
1. δεμένος, στερεωμένος με πολλούς δεσμούς
2. μτφ. στέρεος, ασφαλής («ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + δεσμός (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. βαρύ-δεσμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύδεσμος — fastened with many bonds masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύδεσμον — πολύδεσμος fastened with many bonds masc/fem acc sg πολύδεσμος fastened with many bonds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδέσμου — πολύδεσμος fastened with many bonds masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύδεσμοι — πολύδεσμος fastened with many bonds masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολύδετος — ον, Α πολύδεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δετός (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. ισχυρό δετος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”