- πολύδεσμος
- -η, -ο / πολύδεσμος, -ον, ΝΜΑνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. γένος μυριαπόδωναρχ.1. δεμένος, στερεωμένος με πολλούς δεσμούς2. μτφ. στέρεος, ασφαλής («ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + δεσμός (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. βαρύ-δεσμος].
Dictionary of Greek. 2013.